- ελυμήναντο
- ἐλυμήναντοἐλῡμήναντο , λυμαίνομαιcleanse from dirt: aor ind mid 3rd pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐλυμήναντο — ἐλῡμήναντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαίνομαι — (I) λυμαίνομαι (Α) [λύμα (I)] καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.). (II) (AM λυμαίνομαι) βλ. λυμαίνω … Dictionary of Greek